Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η αναποτελεσματική “εμμονή” μείωσης του μισθολογικού κόστους

Την τελευταία διετία 2010 -2012 έχει απορρυθμιστεί ολόκληρο το οικοδόμημα γύρω από τις εργασιακές σχέσεις και το εργατικό δίκαιο, όπως είχε διαμορφωθεί έπειτα από αγώνες και κατακτήσεις δεκαετιών. Στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το μισθολογικό κόστος μπήκε στο στόχαστρο των δανειστών μας, προκειμένου να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις και να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας. Έτσι από τη μη παρέμβαση του κράτους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις του ιδιωτικού τομέα και την ελευθερία της συλλογικής βούλησης των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση του περιεχομένου των συλλογικών συμβάσεων, επήλθε η άμεση παρέμβαση του κράτους. Με νόμο ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και για τους νέους έως 25 ετών κατά 32%, δόθηκε έμφαση τις επιχειρησιακές συμβάσεις και τις συμβάσεις με ενώσεις προσώπων, καταργήθηκε η επέκταση και η κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικών των συλλογικών συμβάσεων, μειώθηκε ο χρόνος της παράτασης ισχύος των σσε που έληξαν ή καταγγέλθηκαν από τους έξι στους τρεις μήνες, καταργήθηκαν (με ερμηνευτική εγκύκλιο!) οι κλαδικές συμβάσεις για τους νέους από 18 έως 25 ετών, πάγωσαν οι αυξήσεις μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%, άλλαξε η λειτουργία του Ο.Μ.Ε.Δ. καθώς αποσυνδέθηκε η Μεσολάβηση από τη Διαιτησία, θεσμοθετήθηκε η προσφυγή στη Διαιτησία μόνο με κοινή συμφωνία εργατικής και εργοδοτικής πλευράς, περιορίσθηκε το περιεχόμενο των διαιτητικών αποφάσεων. Ρυθμίσεις αμφιλεγόμενης συνταγματικής νομιμότητας καθώς προσβάλουν την συνδικαλιστική ελευθέρια, τη συλλογική αυτονομία (αρ. 23 παρ. 1 και άρθρο 22 αρ. 2) αλλά και με την ίδια την ελευθερία των συμβάσεων και το δικαίωμα στην εργασία ( άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 22 παρ. 1 του Σ). Και ρυθμίσεις μη συμβατές με τους όρους διεθνών συμβάσεων για την προώθηση της ελευθερίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων ΔΣΕ 87/1948 (κύρωση με Ν.4204/1961) και ΔΣΕ 98/1949 (Ν. 4205/1961) και το κοινοτικό κεκτημένο. Αυξήθηκε όμως η ανταγωνιστικότητα και μειώθηκε η ανεργία με τις πιο πάνω ρυθμίσεις; Αυθήξηκαν οι θέσεις εργασίας; Επετεύχθησαν οι δημοσιονομικοί στόχοι; Η μείωση του μισθολογικού κόστους εργασίας και η απορρύθμιση του συλλογικού εργατικού δικαίου μέχρι στιγμής δεν έχει ούτε στο ελάχιστο ικανοποιήσει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και δεν έχει συμβάλλει στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Αντίθετα, η ύφεση όλο και μεγαλώνει, ενώ παράλληλα η ανεργία έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι εκτοξεύθηκε στο 23,6% το β’ τρίμηνο του 2012, -το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 ήταν 16,3%-, στους νέους από 15- 24 ετών έφθασε στο 53,9%, στις δε γυναίκες αυτής της ηλικίας η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 62,1%. Και ενώ η μείωση του μισθολογικού κόστους διαφαίνεται ότι δεν αποτελεί τη λύση για την ανταγωνιστικότητα συνεχίζεται σήμερα η διαπραγμάτευση μέχρι να μειωθούν κι άλλο οι μισθοί, να παγώσουν ή να καταργηθούν οι αυξήσεις με τις τριετίες, να καταργηθεί το επίδομα γάμου, να αλλάξει το πλαίσιο για τις αποζημιώσεις και το χρόνο εργασίας, να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Με κορυφαία πρόκληση για τις αντοχές της κοινωνίας την κατάργηση της καθολικής εφαρμογής της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Αλλαγές αμφίβολης και πάλι συνταγματικής νομιμότητας που δίνουν τη «χαριστική βολή» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στα εργασιακά, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, μετατρέποντας όλη τη χώρα σε μία «ειδική οικονομική ζώνη». Αντί οι δανειστές μας να μελετούν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ενδυναμώνοντας τους άλλους τομείς που συνδέονται άμεσα με αυτήν όπως είναι η ενίσχυση της καινοτομίας, της εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού, το τέλος στο ψηφιακό χάσμα, η αξιοποίηση του επιστημονικού προσωπικού, η πάταξη της γραφειοκρατίας, η μάχη για ένα υγιές επενδυτικό - επιχειρηματικό περιβάλλον, η βελτίωση των υποδομών (μεταφορές-ενέργεια–τηλεπικοινωνίες), η καταπολέμηση της διαφθοράς και της παραοικονομίας, η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού συστήματος, η ενδυνάμωση στη λειτουργία των θεσμών και η προσήλωση στην υψηλή ποιότητα προιόντων και υπηρεσιών με τη μείωση των τιμών και την καταπολέμηση των καρτέλ, επιμένουν να διαπραγματεύονται εκ νέου τη μείωση του μισθολογικού κόστους και τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και διαπραγματεύσεων. Αυτή η συνταγή έχει αποτύχει. Καιρός να ενισχυθούν οι άλλοι τομείς που συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα. Η περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων και μισθολογικού κόστους δεν έχει παρά να εξαθλιώσει κι άλλο την κοινωνία και να φέρει στα όριά της την κοινωνική συνοχή. Απαιτείται αλλαγή σχεδίου, διαφορετικά η ύφεση είναι σίγουρο πως θα βαθύνει ακόμη περισσότερο και η ανεργία θα σπάσει κάθε παγκόσμιο ρεκόρ.